ἄχραντα

ἄχραντα
ἄχραντος
undefiled
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄχραντ' — ἄχραντα , ἄχραντος undefiled neut nom/voc/acc pl ἄχραντε , ἄχραντος undefiled masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANIS Eucharisticus et nonnunquam Panis simpliciter — pro S. Cena, apud Patres et in Scripturis. Nam Lucae c. 24. v. 35. Fractionem Panis, non pauci de Eucharistia exposuerunt: e quo loco Sacramentum Panis ipsam vocat Augustin. de Consensu Euangel. l. 3. Et Cyprian. ὑποβολιμαῖος de Cena Dom. Hoc… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • POLLUERE Jejunium — apud Nigidium: Nos ipsi ientaculis levibus ieiunia polluimus; i. e. ad verbum, deieiunavimus, vel ientavimus. Unde Gall. deieusner, pro ientare. Ieiunat enim, qui totum diem immorsus et ieiunus perstat: at qui mane cibum sumit, is amplius ieiunus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άχραντος — η, ο (AM ἄχραντος, ον, Α και ἀχράαντος, ον) άσπιλος, αμόλυντος α) «Άχραντε Θεοτόκε» β) «τα Άχραντα Μυστήρια» η Θεία Κοινωνία). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χραίνω «μιαίνω, μολύνω»] …   Dictionary of Greek

  • μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… …   Dictionary of Greek

  • μυσταγωγία — η (ΑΜ μυσταγωγία) [μυσταγωγός] 1. εισαγωγή, κατήχηση στα σχετικά με τα θρησκευτικά, μύηση 2. η θυσία τού αίματος και τού σώματος τού Χριστού από τον ιερέα κατά τη θεία λειτουργία («ἡμεῑς τοῡ ἁγιωτάτου πατριάρχου μνημονεύομεν ἐν τῇ μυσταγωγίᾳ»,… …   Dictionary of Greek

  • πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”